60 παλιές λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας
Σε αυτό το άρθρο γράφω παλιές λέξεις που χρησιμοποιούσαν ο παππούς και η γιαγιά μου. Επειδή με μεγάλωσαν στο χωριό, το Κιβέρι Αργολίδας, είμαι εξοικειωμένος με τη γλώσσα τους και παραθέτω το νοηματικό πλαίσιο στο οποίο τις χρησιμοποιούσαν. Αποτυπώνουν τον τρόπο ζωής, την καθημερινότητα και τα καθημερινά προβλήματα τους. Περιγράφουν μία ζωή που δεν υπάρχει πιά και μαζί έχουν χαθεί και οι λέξεις της.
- γέννημα = το σιτάρι
- αγναντεύω = ατενίζω, το αγνάντεμα = το σημείο που αγναντεύεις. Η γιαγιά μου χρησιμοποιούσε αυτή τη λέξη όταν ήμασταν στα χωράφια στο βουνό για να περιγράψει την ωραία θέα. «Μαζεύεις ελιές και αγναντεύεις» μου έλεγε
- μανάρι = το πρόβατο ή το κατσίκι. «Έκοψα κλαριά από τις ελιές για να φάνε τα μανάρια»
- προσκέφαλο = το μαξιλάρι, ο παππούς το έλεγε και «προσκεφάλι»
- γκερεμές = τη λέξη αυτή τη χρησιμοποιούσε ο παππούς μου όταν ήμουν μικρός. «Είσαι γκερεμές» μου έλεγε εννοώντας κατεργάρης. Συνήθως αυτή τη λέξη τη συναντάμε ως τζερεμές
- στόφα = η ξυλόσομπα που ήταν μαζί και φούρνος. Επίσης στέγνωνες τα ρούχα και καψάλιζες ψωμί
- σκάφη = στη σκάφη έπλενε η γιαγιά τα ρούχα στο χέρι. Δεν είχε αγοράσει ακόμα πλυντήριο αλλά και που αγόρασε δεν ήξερε να το χρησιμοποιεί
- κατώι = το υπόγειο
- μέρος = η τουαλέτα, στα παλιά σπίτια βρισκόταν έξω από το σπίτι
- (ε)φτούνο = αυτό. (ε)φτούνος = αυτός
- σια πέρα = εκεί πέρα
- σια κάτου = εκεί κάτω
- μπίτι = τελείως, καθόλου. Αυτή τη λέξη την άκουγα αρκετές φορές κατά τη διάρκεια της μέρας. «μπίτι πάνω» έλεγε η γιαγιά μπροστά στη ντουλάπα και εννοούσε στο τελευταίο ράφι. Έλεγε και «δεν έχω μπίτι λάδι». Χρησιμοποιούνταν βέβαια για να δηλώσει ότι είσαι χαζός «είσαι μπίτι» ή «είσαι μπίτι για μπίτι». Στην αργείτικη ντοπιολαλιά γινόταν «μπίτου»
- κάτσε χάμω = κάτσε κάτω. Στην αργείτικη ντοπιολαλιά «κάτσε χάμου»
- παλουκώσου κάτω = κάτσε κάτω αλλά με επιτακτικό ύφος
- καμουτσίκι = το μαστίγιο με λαβή που έριχνε ο αμαξάς στο άλογο, γνωστό κι από το τραγούδι της Αλίκης Βουγιουκλάκη Καροτσέρης «Καροτσέρη καροτσέρη άσ'το καμουτσίκι απ'το χέρι και μη το χτυπάς». Η γιαγιά μου έλεγε «θα βουτήξω το καμουτσίκι» όταν ήμουν άτακτος
- γιούκος/μπανοκασέλα = ο γιούκος είναι το μπαούλο που επάνω ήταν σε στρώσεις κουβέρτες, σεντόνια, βελέντζες και κιλίμια. Καλυπτόταν όλο από ένα λευκό σεντόνι για προστασία από τη σκόνη. Άπαξ και έβαζες τα πράματα στις στρώσεις ήταν αδύνατον να τραβήξεις κάτι γιατί ήταν το ένα πάνω στο άλλο και το βάρος μεγάλο. Συνήθως αυτά τα ρούχα ήταν η προίκα της νύφης. Μπανοκασέλα ποτέ δεν κατάλαβα τι ήταν αλλά ήταν κάτι που είχε να κάνει με μπαούλο
- καμαρούλα = το μικρό υπνοδωμάτιο, κάμαρα = υπνοδωμάτιο
- σίμπησε τη φωτιά = αναζωπύρωσε τη φωτιά γυρνώντας με το τσιμπίδι τα καυσόξυλα
- πελεκάω = χτυπάω, η γιαγιά μου έλεγε τη φράση «πελέκα το φαΐ» δηλαδή φάτο όλο
- κάργα = τελείως, πάρα πολύ. «Κάργα γεμάτη» (η ελιά από ελαιόκαρπο)
- άφταιγος = αυτός που δε μπορείς να του ρίξεις φταίξιμο. Το χρησιμοποιούσαν αποκλειστικά για παιδιά «τα παιδιά είναι μπίτι άφταιγα»
- το ζο/τα ζα = το ζώο/τα ζώα
- η θεριστική = η γιαγιά μου χρησιμοποιούσε αυτή τη λέξη όχι για να επισημάνει κάποιο γεωργικό εργαλείο αλλά για τα πολυβόλα των Γερμανών
- παλάντζα = παλιά ζυγαριά χειρός. Τη χρησιμοποιούσε μέχρι τη δεκαετία του '80 ένας γέρος με παντοπωλείο και κάθε φορά που ψώνιζα κάτι που ήθελε ζύγι τον έβλεπα πως ζύγιζε με τέχνη
- καντάρι = μεγάλη ποσότητα, παλιά μονάδα μέτρησης του βάρους. «Η μύτη σου τρέχει καντάρια» είναι μία έκφραση
- θα σε περωνιάσει = η υγρασία/το κρύο θα διεισδύσουν στο σώμα σου. Τα χωράφια σε κάμπους έχουν πολύ κρύο και υγρασία το χειμώνα αλλά και τα παλιά σπίτια ήταν πιό κρύα και υγρά από ότι τα σύγχρονα.
- θα πλευριτωθείς = το κρύο θα σε χτυπήσει στα πλευρά
- χτικιάρης = ο πάσχων από φυματίωση, επίσης χτικιό, να χτικιάσεις
- η τσιούπα/το τσιουπί = το κορίτσι
- σκιάχτηκα = φοβήθηκα, σκιάζομαι = φοβάμαι
- το κουμάντο = υπεύθυνος/διαχείριση. Αυτή τη λέξη τη χρησιμοποιούσε πολύ ο παππούς μου. «ποιός κάνει κουμάντο» = ποιός είναι υπεύθυνος, «το σπίτι θέλει κουμάντο» = το σπίτι θέλει σωστή διαχέιριση
- ταγάρι = η παλιά τσάντα, τη χρησιμοποιούσε η θεία μου μέχρι πρόσφατα όχι όμως για βόλτες. Τη φορούσε στον ώμο για να βάζει μέσα ψώνια και ότι χρειαζόταν για το χωράφι και το μαντρί
- διακονιάρης = ο ζητιάνος, διακονεύω = ζητιανεύω
- δραγάτης = ο αγροφύλακας
- ο τελάλης = αυτός που διάβαζε δυνατά τα νέα για να ακούσει το χωριό. Ξεκίναγε το λόγο με τη φράση «Ακούσατε, ακούσατε...». Αυτό γινόταν πριν υπάρξουν οι εφημερίδες, ή ακόμα κι αν υπήρχαν δεν ήταν δυνατόν να κυκλοφορήσουν σε όλη την επικράτεια ούτε ήταν δεδομένο ότι όλοι μπορούσαν να αγοράσουν
- ξεγερεύω = «το παιδί ξεγέρεψε» έλεγε η γιαγιά μου εννοώντας πάχυνε
- αερικό = η νεράϊδα, το πνεύμα. Η γιαγιά χρησιμοποιούσε τη λέξη αυτή στα Βέρβενα Αρκαδίας ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό. Το πλαίσιο που τη χρησιμοποιούσε ήταν ότι έξω από το χωριό υπάρχουν αερικά. Έξω από το χωριό δεν υπάρχει ανθρώπινη παρουσία, ούτε χωράφια ούτε μαντριά, μόνο δάση και βλάστηση. Όταν φυσούσε δυνατός αέρας ο ήχος ενώ διαπερνούσε τη βλάστηση μπορούσε να εξάψει τη φαντασία ειδικά όταν είχε πέσει ο ήλιος.
- ξενοαδερφός/ξενοαδερφή = ο ετεροθαλής αδερφός/αδερφή
- αγιογδύτης = ο άπληστος/ο εκμεταλλευτής
- σάλα = το σαλόνι
- μαρκάλημα = το ζευγάρωμα προβάτων και κατσικιών. Η γιαγιά μου το εννοούσε πειράζω «μη τον μαρκαλάς»
- μπούζι = κρύο. Χρησιμοποιούταν αποκλειστικά για νερό. «Το νερό είναι μπούζι»
- ξεσυνερίζομαι = ενοχλούμαι, θυμώνω «τα παιδιά ξεσυνερίζονται»
- τα σφαχτά = τα σφαγμένα ζώα. Τον παλιό καιρό υπήρχε επαφή με το σφαγμένο ζώο, δεν είναι όπως σήμερα που το παίρνεις έτοιμο συσκευασμένο από το κρεωπολείο. Για κρέας απευθυνόσουν στους βοσκούς οι οποίοι μπορούσαν να προμηθεύσουν ολόκληρο ζώο σφαγμένο και γδαρμένο, συνήθως για Πάσχα ή γάμο. Η γιαγιά μου προμηθευόταν το Πάσχα ολόκληρο αρνί, το κρέμαγε στο τσιγκέλι και κατέληγε στη σούβλα
- δε νογάς = δεν καταλαβαίνεις/δεν ξέρεις. «Δε νογάς να τρως» μου έλεγε ο παππούς μου επειδή δεν ήξερα να τρώω το κρέας
- τέμπλα = το μακρύ ξύλινο ραβδί με το οποίο χτύπαγαν το ελαιόδεντρο για να πέσει κάτω ο καρπός
- σούδα = τα παλιά σπίτια δεν ήταν ενωμένα το ένα με το άλλο αλλά άφηναν ένα μικρό κενό ανάμεσα τους που ίσα που χώραγε να περάσει ένας άνθρωπος
- μερελός = ο τρελός, επίσης ο μερέλιας
- κάνει λάβρα = κάνει ζέστη, χρησιμοποιούταν το καλοκαίρι
- φαρμακώνω = δηλητηριάζω, η γιαγιά χρησιμοποιούσε αυτή τη λέξη όταν έριχνε ποντικοφάρμακο στα ποντίκια, ναι τα κατώγια είχαν ποντίκια. Έλεγε όμως και «φαρμακώθηκα» εννοώντας πικράθηκα. Επίσης «κάνει φαρμάκι» = κάνει κρύο
- τυλώνομαι = χορταίνω φαγητό. Ο παππούς και η γιαγιά χρησιμοποιούσαν αρκετά αυτή τη λέξη όχι μόνο για εμένα σαν παιδί («να φας να τυλωθείς») αλλά και για τους ίδιους, όταν έτρωγαν καλά έλεγαν «τυλώθηκα» κάτι που εμείς σήμερα δε λέμε, δε λέμε χόρτασα αφού έχουμε αρκετό φαγητό. Τον παλιό καιρό υπήρχε φτώχεια, έχω ακούσει διηγήσεις να τρώνε μόνο ότι παρείχε το χωράφι ενώ η αγορά κρέατος ήταν δύσκολη. Οπότε το να χορτάσουν φαγητό ήταν ζητούμενο
- σβήνει το καντήλι μου = πλησιάζει η ώρα που θα φύγω από τη ζωή. Το έλεγε ο παππούς μου στο τέλος της ζωής του. Ακούγεται και σε τραγούδι του Στέλιου Διονυσίου
- πιλαλάω = τρέχω, η πιλάλα = το τρέξιμο
- νεροτριβή = μία γούρνα στην οποία πέφτει νερό με ορμή από ποτάμι και με αυτή την κίνηση πλένονται ρούχα και χαλιά
- κακορίζικος = ο άτυχος
- κούρσα = το σεντάν αυτοκίνητο, χρησιμοποιούνταν για διάκριση από το αγροτικό αυτοκίνητο. Δεκαετίες πριν όταν κάθε νοικοκυριό είχε ένα αυτοκίνητο στα αγροτικά χωριά ήταν αγροτικό. Όταν έγινε εφικτή η αγορά και δεύτερου αμαξιού χρησιμοποιήθηκε ευρέως η φράση «τι έχεις, κούρσα ή αγροτικό;» «αγόρασα κούρσα»
- ξαστεριά = ο καθαρός ουρανός το βράδυ που φαίνονται τα αστέρια, όταν δουλεύεις στο χωράφι ξέρεις ότι τα χαράματα θα έχει κρύο και υγρασία. Ξαστέρωσε = βγήκαν τ'αστέρια
- αντάρα = τα σύννεφα που κατεβαίνουν χαμηλά κατά τη διάρκεια κακοκαιρίας
- γιαλός = η ακτή