Μαρτυρία για τη θηριωδία των ανταρτών στο Αραχναίο Αργολίδας
Κάθε Αγίου Παντελεήμωνα οι γέροι θυμούνται τις θηριωδίες των ανταρτών στο ορεινό χωριό Αραχναίο, ή Χέλι στα αρβανίτικα, στην Αργολίδα. Διαβάστε πως μου την περιέγραψε η γιαγιά της γυναίκας μου, 9 ετών τότε, Κωνσταντίνα το γένος Βαρδάκα. Βρισκόταν καθ'όλη τη διάρκεια των γεγονότων κρυμμένη στο σπίτι με τη μητέρα και την αδερφή της και επέζησαν ύστερα απο πολλές συμπτώσεις.
Το Αραχναίο
Η σφαγή έγινε για τα στανοτόπια, δεν υπήρχε άλλος λόγος
Με αυτή τη φράση ξεκίνησε τη διήγηση η γιαγιά. Οι αντάρτες που εισέβαλαν στο χωριό καταγόντουσαν κυρίως απο τα γειτονικά χωριά Λίμνες και Γκέρμπεσι (Μιδέα) και είδαν την ιδέα της καταστροφής του Αραχναίου σα μία ευκαιρία να καταλάβουν τις στάνες και τα βοσκοτόπια των κατοίκων του. Λογικό μου φάνηκε στο πρώτο άκουσμα γιατί οι Λίμνες είναι κρανίου τόπος και ακόμα και σήμερα κύρια ασχολία των κατοίκων είναι η κτηνοτροφία.
Ο παπάς και ο πρόεδρος τους οποίους αναζητούσαν οι αντάρτες ενδεχομένως να υποστήριζαν τους Τσολιάδες (έτσι έλεγαν τους Ταγματασφαλίτες) αλλά αυτό ήταν δική τους επιλογή που ουδεμία σχέση είχε με τους χωριανούς. Το Αραχναίο έτσι κι αλλιώς είχε γνωρίσει μικρότερη καταστροφή λίγους μήνες νωρίτερα απο τους Γερμανούς κατακτητές.
Οι αντάρτες εισέβαλαν το πρωί της 29ης Ιουλίου 1944, το προηγούμενο βράδυ είχε λειτουργία η εκκλησία όπου είχε παρευρεθεί αρκετός κόσμος. Τοποθέτησαν φυλάκια στα ορεινά περάσματα για να μη διαφύγει κανένας κάτοικος. Μάταια οι αντάρτες αναζητούσαν τον πρόεδρο και τον παπά. Για τον πρόεδρο είναι άγνωστο αν βρισκόταν στο χωριό και το έσκασε ή αν έλειπε τη στιγμή εκείνη. Τον παπά μόλις ακούστηκε στο χωριό «Αντάρτες, αντάρτες» τον είδε η μητέρα της γιαγιάς μου να περνά στο δρόμο. Τον ρωτάει τι θα κάνουμε και της απαντάει:
Παρ'τα παιδιά σου μπες μέσα και μη βγεις καθόλου
Όλη η οργή των ανταρτών λοιπόν έπεσε στους κατοίκους.
Τους συγκέντρωσαν στο προαύλιο του σχολείου. Σχημάτισαν έναν κύκλο τοποθετώντας στο κέντρο έναν κάτοικο για να τον βλέπουν όλοι. Του επέφεραν μία μαχαιριά όχι θανάσιμη και κάθε φορά που συνερχόταν του έδιναν κι άλλη. Αυτό συνεχίστηκε ως ότου ξεψύχησε. Το παιδί του το έβαλε η μητέρα του κάτω απο το μακρύ φουστάνι της για να μη βλέπει το μαρτύριο του πατέρα του.
Οι Χελιώτες περίμεναν ότι θα ανακριθούν και θα αφηνόντουσαν ελεύθεροι γι'αυτό και αρκετοί δεν το έσκασαν.
Δέθηκαν αργότερα στο σημείο που βρίσκονταν τα πηγάδια του χωριού με σύρματα και τριχιές. Περίπου 65 κατοίκους τους ανάγκασαν σε πορεία για να τους ρίξουν σε στέρνα έξω στην Επίδαυρο. Μαζί πήραν και όσους τσοπάνηδες βρήκαν στο δρόμο τους. Η στέρνα κλείστηκε με μία μεγάλη πέτρα. Τρεις μέρες ακουγόντουσαν φωνές απο τη στέρνα γιατί αρκετοί είχαν μισοσφαχθεί και ρίχτηκαν στη στέρνα ζωντανοί.
Μία μητέρα είχε την ευκαιρία να φυγαδεύσει το παιδί της αλλά δεν το έπραξε ελπίζοντας σε αίσιο τέλος. Την πήραν στο σχολείο και εν τέλει το παιδί βρέθηκε στο σωρό των πτωμάτων.
Στα θύματα ήταν και ο αδερφός του πατέρα της γιαγιάς μου. Ήταν όπως μου είπε άρρωστος, προβληματικός και δε μπορούσε να απομακρυνθεί απο το σπίτι του. Η γυναίκα του του ζήτησε να τον κρύψει κάτω απο κλαριά ωστόσο αυτός θεώρησε ότι δε διέτρεχε κίνδυνο λόγο της κατάστασης της υγείας του. Δεν τη γλύτωσε. Στην ανάσυρση των νεκρών απο τη στέρνα πήγε και ο πατέρας της γιαγιάς μου για τον αδερφό του. Απ'ότι μου είπε δολοφονήθηκε τελευταίος γιατί βρέθηκε πάνω πάνω στο σωρό των πτωμάτων.
Δύο μέρες θάβανε μετά τα γεγονότα στο νεκροταφείο. Το χωριό πυρπολήθηκε, κάηκαν πολλά σπίτια. Ο καπνός φάνηκε απο πολύ μακριά.
Αν έβρισκαν τον παπά θα του έβγαζαν τα γένια τρίχα - τρίχα. Οι αντάρτες έλεγαν ότι βαφτιστήρι του παπά να βρουν θα το έσφαζαν.
Κάψανε το σπίτι της θείας της γιαγιάς με 4 παιδιά μέσα.
Πήδηξαν απο το μπαλκόνι για να γλυτώσουν. Η θεία πήδηξε με το μωρό στην αγκαλιά.
Τα σπίτια καιγόντουσαν εύκολα γιατί εκτός απο ξύλινα πατώματα και στέγες είχαν άχυρα στα κατώγια για τα ζώα. Επίσης υπήρχαν και μέσα στο χωριό πουρνάρια που άρπαζαν εύκολα.
Ένας άλλος αδερφός της μητέρας της γιαγιάς βγήκε απο το σπίτι φοβούμενος την πυρπόληση.
Βγήκε έξω απο το χωριό αλλά τον είδε το φυλάκιο και τον πυροβόλησε απο απόσταση στην καρδιά.
Την επόμενη μέρα έφθασε στην οικογένεια η είδηση για το σημείο που βρισκόταν χωρίς να τους πουν όμως ότι ήταν νεκρός. Έσπευσε η γιαγιά της οικογένειας.
Τα μάτια του ήταν ανοιχτά και απο τον ήλιο που τον χτύπησε όλη μέρα είχαν γίνει άσπρα, δε φαινόταν η κόρη του ματιού. Η γιαγιά νόμιζε ότι ήταν ζωντανός και τον σκέπασε με τη μάλλινη ποδιά της. Τελικά πήγαν οι άντρες με μία λιοπάνα για να τον πάνε σπίτι.
Άλλης θείας της έκαψαν το σπίτι και της ζήτησαν οι αντάρτες να πιούν νερό. Φοβούμενη για τα παιδιά της έστειλε το ένα παιδί στο πηγάδι να βγάλει νερό αλλά του έριξε το φυλάκιο. Είπε στους αντάρτες να πάνε οι ίδιοι.
Εκεί ξαφνικά πετάχτηκε απο την κρυψώνα του το μικρότερο παιδί τρομάζωντας τους αντάρτες και στην τρομάρα τους το ξεκοίλιασαν άσχημα. Τελικά πήραν τη θεία και τις κόρες της στο σχολείο.
11 - 12 άτομα πέθαναν σε υπόγειο απο ασφυξία σε σπίτι που καιγόταν, ανάμεσα τους και η μία κόρη του παπά. Μία απο τις κόρες του παπά, είχε τρεις κόρες, εντοπίστηκε απο τους αντάρτες. Την έβγαλαν έξω απο το χωριό και υπέστη ομαδικό βιασμό. Οι τσοπάνηδες που ήταν στο βουνό άκουγαν τις φωνές.
Οι Τσολιάδες αφήχθησαν στο γειτονικό χωριό Μετόχι. Οι Μετοχιώτες τους προέτρεψαν να στήσουν ενέδρα στο ορεινό μονοπάτι που οδηγούσε στην Επίδαυρο, έτσι κι αλλιώς οι αντάρτες διέθεταν κυρίως μαχαίρια για οπλισμό. Οι Τσολιάδες δίστασαν και τελικά δεν έγινε κάτι.
Ο πατέρας της γιαγιάς μου το προηγούμενο βράδυ είχε αφήσει τον γιό του στα ζώα έξω απο το χωριό και νωρίς το πρωί πήγε να δει οτι είναι καλά. Έτσι τη γλύτωσε. Οι αντάρτες πήγαν νωρίς το πρωί. Το προηγούμενο βράδυ είχε εκκλησία γι'αυτό και τον είχε αφήσει. Ο πατέρας της γιαγιάς μάλιστα είχε κρεμάσει το καλό του παντελόνι στον αργαλειό.
Η γιαγιά με την αδερφή και τη μητέρα της βρισκόντουσαν την ώρα του Ολοκαυτώματος στο σπίτι κρυμμένες. Ήταν τυχερές γιατί το σπίτι τους δεν πυρπολήθηκε. Η μητέρα είχε τρομοκρατηθεί και ήθελε να βγουν έξω. Ήθελε να φύγουν για το γειτονικό χωριό Μετόχι. Βγήκαν και πληροφορήθηκαν για το σχολείο. Ένας αντάρτης πήγε να τις πάει στο σχολείο. Η αδερφή της, τρία χρόνια μεγαλύτερη, του είπε:
Ρε μπάρμπα η μάνα μου δε βλέπει, που να πάμε
Κάτι που όντως ήταν αλήθεια. Την ίδια στιγμή ένας άλλος αντάρτης πιάνει απο το χέρι τη μητέρα για να την κατεβάσει απο τα πέτρινα σκαλιά του σπιτιού και της λέει:
Πηγαίνετε στο σπίτι σας, πάρ'τα κορίτσια σου πήγαινε σπίτι, όσοι είναι να σκοτωθούν και να καούν τα σπίτια θα καούν, δεν είσαστε εσείς
Έκατσαν λοιπόν σπίτι αλλά κάποια στιγμή έπεσε μία σφαίρα απο τα κεραμίδια. Η μητέρα τρομοκρατήθηκε και ξεκίνησαν. Η κατάσταση είχε καταλαγιάσει εκείνη τη στιγμή γιατί όσοι ήταν στο σχολείο είχαν μεταφερθεί στα πηγάδια για να τους δέσουν με σύρματα και τριχιές. Στο τελευταίο σπίτι όπως έβγαιναν απο το χωριό ένας χωριανός τις προειδοποίησε ότι τα φυλάκια φυλάνε και ότι θα τις σκοτώσουν. Η γιαγιά δόξασε το Θεό εκείνη τη στιγμή γιατί αν δεν το μάθαιναν έγκαιρα θα είχαν σκοτωθεί όλες.
Στη συνέχεια η γιαγιά μου περιέγραψε πως ήταν η ζωή στο Αραχναίο μετά το Ολοκαύτωμα. Όλες οι γυναίκες ήταν μαυροντυμένες με μαύρα τσεμπέρια ακόμα και τα μικρά κορίτσια. Σηκωνόντουσαν τα χαράματα και μυρολογάγαν δυνατά και το μοιρολόϊ βούιζε στο χωριό και σε έπιανε τρομάρα.
Τα πρώτα βράδυα η γιαγιά με την οικογένεια της κοιμόντουσαν σε χωράφι έξω απο το χωριό απο φόβο.
Τα γεγονότα αυτά έδωσαν στους χωριανούς μεταπολεμικά δεξιά φρονήματα. Ένας χωριανός μου περιέγραψε μία σκηνή απο την περίοδο της χούντας όταν κάποιος τον ρώτησε για τα πολιτικά του φρονήματα:
Το χωριό μου το έκαψαν οι αντάρτες τι λες να είμαι;