Αναμνήσεις από τη ζωή στο χωριό τη δεκαετία του '80
Είχα την τύχη τα καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων να τα περνάω στο χωριό μου το Κυβέρι Αργολίδας μαζί με τον παππού και τη γιαγιά. Μόλις έκλειναν τα σχολεία αμέσως έφευγα από την Αθήνα για να περάσω ανέμελα και ξένοιαστα τις διακοπές όπως πρέπει για ένα μικρό παιδί.
Στο μυαλό ενός μικρού παιδιού ο κόσμος είναι απλός και το χωριό του δίνει ότι ζητάει: γειτονιά, παιδιά που μαζεύονται το βράδυ για παιχνίδι, ύπαιθρο για εξερευνήσεις, οι φίλοι μένουν πολύ κοντά μεταξύ τους και είναι πανεύκολο να τους δεις, πας για μπάνιο με τα πόδια χωρίς άγχος, πας και στους συγγενείς αν δεν έχεις τι να κάνεις.
Το σπίτι είναι ένα παλιό πέτρινο με μεγάλη αυλή με μουριά, αμπέλι, γλάστρες και φυτά. Η γιαγιά σα νοικοκυρά επιμελούταν το φαγητό και τις δουλειές του σπιτιού. Επειδή ήταν αρκετές με παρότρυνε να ξυπνάω αργά, ακόμα και την ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Έπρεπε να ζυμώσει ψωμί τα χαράματα, να πλύνει τα ρούχα με τα χέρια στη σκάφη, να ετοιμάσει το φαγητό και να φροντίσει τον παππού με φάρμακα, ρούχα κλπ. Η μόνη δουλειά που έκανα ήταν να πηγαίνω στο φούρνο και στο μαγαζί για ψώνια. Ο παππούς δεν έκανε οικιακές δουλειές, ίσως λόγω ηλικίας. Που και που πηγαίναμε μαζί στο χωράφι.
Ο παππούς ήταν γεννηθείς το 1908. Για όσους τους αρέσουν οι παλιές ιστορίες, αξίζει να αναφέρω το ιστορικό των γονιών του το οποίο είναι αρκετά ενδιαφέρον. Ο πατέρας του, ο προπάπους μου δηλαδή, είχε παντρευτεί και είχε αποκτήσει μία κόρη. Η γυναίκα του πέθανε πολύ νωρίς. Ξαναπαντρεύτηκε τη μητέρα του παππού μου και αμέσως μόλις γεννήθηκε ο παππούς μου, μετανάστευσε μόνος του στις ΗΠΑ. Ήταν η εποχή του εποικισμού των δυτικών Ηνωμένων Πολιτειών και υπήρχε τεράστιο κύμα μετανάστευσης. Ατυχώς πέθανε στο καράβι και τον έριξαν στη θάλασσα, από ότι μου έχουν πει πέθανε από έλλειψη βιταμινών. Από όσο έχω διαβάσει οι θάνατοι ήταν συνηθισμένοι σε αυτό το μεγάλης διάρκειας ταξίδι και επιπλέον οι συνθήκες του ταξιδιού ήταν πολύ χειρότερες και από την τρίτη θέση του Τιτανικού.
Ο παππούς μεγάλωσε με την μητέρα του και την ξενοαδερφή, έτσι έλεγαν την ετεροθαλή αδελφή, της οποίας μάλιστα είχαν πεθάνει και οι δύο γονείς. Ο παππούς παντρεύτηκε γύρω στο 1930 αλλά η γυναίκα πέθανε στον τοκετό μαζί με το παιδί. Παντρεύτηκε μετά τον πόλεμο τη γιαγιά μου το 1951. Η γιαγιά ήταν γεννηθείσα το 1928 επίσης ορφανή από μητέρα. Ο παππούς είχε ένα γνωστό που γνώριζε την οικογένεια της και πήγε με τη σύσταση από την Αργολίδα στη Μερώπη της Μεσσηνίας για να την πάρει νύφη. Οπότε μία που γνωρίστηκαν και μία που παντρεύτηκαν! Το στυλ του παππού ήταν μεταξύ των δεκατιών '30 και '50. Φορούσε πουκάμισο, καζάκα, σακάκι, δίκοχο καπέλο και παλαιού τύπου παντελόνι. Έτσι τον θυμάμαι.
Αυτά με τις παλιές ιστορίες, συνεχίζουμε με τη δική μου! Το χωριό τότε έσφυζε από ζωή γιατί η αγροτιά και η κτηνοτροφία απέφεραν εισοδήματα. Ο κόσμος είχε χρήματα να ξοδέψει αλλά η αλήθεια είναι ότι η ζωή είχε λίγες ανάγκες. Τα παιδιά δε σπούδαζαν, ούτε μάθαιναν ξένες γλώσσες. Ρούχα φορούσαν και μπαλωμένα δεν παρεξηγούσε κανείς. Ούτε υπήρχε αβεβαιότητα αν θα υπάρχει δουλειά αύριο ή τι θα βιοποριστούν τα παιδιά στο μέλλον. Ακόμα και στις λαϊκές αγορές να εργάζονταν υπήρχε μεροκάματο.
Ένας μακρινός μου θείος είχε κοπάδι με πρόβατα που περνούσαν κάθε μέρα από τον κεντρικό δρόμο αφήνοντας ένα στρώμα κοπριάς. Το μαντρί του βρισκόταν στο βουνό στο οποίο έκανα συχνές επισκέψεις παρέα με ένα μακρινό μου ξάδερφο. Τον έβλεπα να τα αρμέγει, να τα ποτίζει και να βάζει σανό να φάνε. Επειδή η εξερεύνηση στο βουνό ήταν η αγαπημένη μας ασχολία περνούσαμε και μία βόλτα από τα γερμανικά πολυβολεία και πηγαίναμε σε μία καταβόθρα που έριχναν εκεί οι χωριανοί τα νεκρά ζώα και είχε μέσα αρκετούς σκελετούς.
Το καθημερινό πρόγραμμα περιελάμβανε μπάνιο το πρωί, μετά σπίτι για φαγητό με τα χορταστικά πιάτα της γιαγιάς που ήταν μπλουμ στο λάδι και ύπνο το μεσημέρι. Το απόγευμα περιπλάνηση στο βουνό ή παιχνίδι με τα παιδιά της γειτονιάς. Τα βράδια έτρωγα πατάτες τηγανιτές. Στα τέλη της δεκαετίας όταν είχα φθάσει 10 χρονών περνούσα αρκετό χρόνο στα καφενεία βλέποντας παιδιά να παίζουν ηλεκτρονικά παιχνίδια. Εγώ δεν ήμουν καλός σε αυτά και δεν έπαιζα, μου άρεσε όμως να βλέπω τους έμπειρους να τερματίζουν και να ξανατερματίζουν. Shinobi, Saban και Bubble Bubble ήταν αυτά που παιζόντουσαν τότε. Θυμάμαι που έπαιρναν εικοσάρικο. Το βράδυ έπαιζα κρυφτό με τα παιδιά της γειτονιάς. Αλλά όποιος φύλαγε ήταν κορόϊδο γιατί όλοι χανόντουσαν στο χωριό και ήταν αδύνατον να τους βρεις.
Εκείνη την εποχή ήταν έντονο το κομματικό χρώμα. Ο παππούς μου παρακολουθούσε τις μαραθώνιες κόντρες ανάμεσα σε Μητσοτάκη και Παπανδρέου στη Βουλή. Όταν ήταν εκλογές έριχνε τα χαρτιά για να δει ποιός θα κερδίσει. Φυσικά το χωριό είχε το πράσινο και το μπλε καφενείο αλλά ευτυχώς σε απόσταση ασφαλείας για να μην γίνονται παρατράγουδα. Ατραξιόν του χωριού ήταν η τοπική οργάνωση του ΠΑΣΟΚ που ήταν καλυμμένη από άκρη σε άκρη με αφίσες του Ανδρέα Παπανδρέου.
Πήγαινα και τα Χριστούγεννα. Μαζευόμασταν όλοι στην κουζίνα που έκαιγε η στόφα, χρησίμευε για θέρμανση, φούρνο και στεγνωτήριο. Η γιαγιά είχε πάνω μόνιμα μία μεγάλη τσαγιέρα με νερό για να έχει πάντα ζεστό νερό. Η ώρα περνούσε ήσυχα κι ευχάριστα με ψωμί καψαλιστό και ελιές. Στόφες είχαν όλα τα σπίτια τότε καθώς δεν ήταν διαδεδομένο το καλοριφέρ.
Το Πάσχα ήταν η ευκαιρία συνάντησης με τους συγγενείς. Μαζευόταν το σόϊ στο σπίτι κάποιας θείας για να απολαύσουμε το παραδοσιακό αρνί στη σούβλα συνοδεία πολλών σπιτικών εδεσμάτων μαζί με χορό και πολύ κέφι.
Κλείνοντας το άρθρο θέλω να πω πόσο τυχερός ήμουν που πέρασα αρκετό χρόνο σε ένα ανθρώπινο όσο και αθώο περιβάλλον όπως το χωριό μου.